- προύμυτα
- επίρρ. ничком, вниз лицом;
πέφτω προύμυτα — падать ничком, вниз лицом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέφτω προύμυτα — падать ничком, вниз лицом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προύμυτα — και πρόμυτα Ν επίρρ. μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μπρούμυτα (βλ. λ. μπρούμυτα)] … Dictionary of Greek
προυμυτίζω — και προμυτίζω Ν [προύμυτα] μπρουμυτίζω … Dictionary of Greek
πρόμυτα — Ν επίρρ. βλ. προύμυτα … Dictionary of Greek